- ποτήρι'
- ποτήρια , ποτήριονdrinking-cupneut nom/voc/acc plποτήριο , προσερέσθαιask besidesaor ind mid 2nd sg (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ποτήρι — το / ποτήριον, ΝΜΑ, και ποτίρριον Α [ποτήρ] 1. δοχείο, συνήθως γυάλινο, με το οποίο πίνει κανείς ένα υγρό 2. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα τέτοιο δοχείο, το περιεχόμενό του («ήπιε πέντε ποτήρια μπίρα») 3. μτφ. θλίψη, στενοχώρια, πικρία,… … Dictionary of Greek
ποτήρι — το γυάλινο δοχείο με το οποίο πίνουμε: Φέρτε μου ένα ποτήρι νερό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γκράαλ — (Graal).Αντικείμενο της χριστιανικής μυθολογίας, πιθανώς κελτικής προέλευσης. Γ. ονομάζεται το ποτήρι που χρησιμοποίησε στον Μυστικό Δείπνο ο Ιησούς, σύμφωνα με μεσαιωνική θρησκευτική παράδοση. Στο ποτήρι αυτό, σύμφωνα πάντοτε με την ίδια… … Dictionary of Greek
Αγκαίος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Λυκούργου και της Κλεοφίλης ή της Ευρυνόμης από την Τεγέα. Ο Α. φημιζόταν ως ένας από τους δυνατότερους (μετά τον Ηρακλή) ήρωες της Αρκαδίας. Ήταν πατέρας του Αγαπήνορα, ενός από τους μνηστήρες της Ελένης… … Dictionary of Greek
κούπα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 700 μ., 68 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παιονίας του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 65 χλμ. ΒΔ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αξιούπολης. * * * η (ΑM κούπα) νεοελλ. 1. είδος… … Dictionary of Greek
ποτηριά — η, Ν 1. η ποσότητα υγρού που περιέχει ένα μεγάλο, συνήθως, ποτήρι 2. χτύπημα με ποτήρι, συνήθως στο κεφάλι («τού δωσε μια ποτηριά στο κεφάλι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήρι + κατάλ. ιά (πρβλ. κουταλ ιά)] … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
αργυρίς — ἀργυρίς, η (Α) [άργυρος] 1. αργυρό ποτήρι ή φιάλη 2. (γενικά) ποτήρι 3. η δραχμή … Dictionary of Greek
δέπας — ( ατος), το (Α) 1. είδος ποτηριού, χρυσού ή αργυρού με επιχρυσωμένα χείλη, που τό χρησιμοποιούσαν κυρίως για σπονδή 2. μετάλλινο ή πήλινο ποτήρι με δύο λαβές 3. το χρυσό ποτήρι, μέσα στο οποίο, σαν σε λέμβο, ο Ήλιος περνούσε τον ωκεανό τη νύχτα,… … Dictionary of Greek
εγχέω — (AM ἐγχέω) χύνω μέσα («ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες») μσν. βρίζω αρχ. 1. (για κρασί) γεμίζω το ποτήρι, κερνώ 2. γεμίζω το ποτήρι, πίνω στην υγειά κάποιου 3. χύνομαι, εκβάλλω 4. (για στερεά πράγματα) ρίχνω μέσα, πιέζω 5. ενσταλάζω 6 … Dictionary of Greek